δισεφαπτόμενος

δισεφαπτόμενος
-μένη, -μενο
αυτός που έχει δύο σημεία επαφής («δισεφαπτομένη καμπύλη», «επίπεδο δισεφαπτόμενο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + εφάπτομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”